|
|
gen. |
πλήρωση |
agric. |
πλάκα πιεστηρίου; Φόρτος βόσκησης; φορτίο πίεσης |
agric., chem. |
φόρτος |
chem. |
υλικό που διαχωρίζεται; πληρωτικό υλικό; πληρωτικό; αραιωτής,μέσον αραιώσεως,αραιωτικόν μέσον |
coal. |
φόρτωση δι'εκρηκτικών υλών |
coal., met. |
τροφοδότησις καμίνου; φορτίον |
commun. |
πέρασμα μαγνητοταινίας σε θέση λειτουργίας; φόρτωση κασέτας; εισαγωγή κασέτας |
commun., IT |
πυκνότητα κίνησης |
comp., MS |
αποστολή |
earth.sc. |
γόμωση |
el. |
ζήτηση ισχύος; φόρτιση; φορτίο πομπού; Ηλεκτρικό φορτίο; πουπινισμός; ηλεκτρικό φορτίο |
energ.ind. |
επιβάρυνση |
forestr. |
εκφόρτωση |
industr., construct. |
ειδική τάση |
industr., construct., met. |
τροφοδότηση φούρνου |
IT |
φορτώνω |
mech.eng. |
υδραυλικό φορτίο; φορτίο |
med. |
προσθήκη |
met. |
φορτίο πρώτης ύλης; κύκλος φορτίων |
met., el. |
τροφοδότηση |
stat. |
φόρτωση |
tech., industr., construct. |
επιβαρυντικό; πρόσθετο υλικό |
transp. |
γέμισμα; φόρτωσις; φόρτωση ρυμούλκας; εμπορεύματα |
transp., avia. |
φορτίο χειρός |
|
|
busin., labor.org., account. |
έξοδα |
|
|
coal., met. |
πλήρωσις καμίνου |