capacidad nominal | |
el. | διαβαθμισμένη χωρητικότητα |
industr. construct. met. | ονομαστικό πάχος |
met. el. | ονομαστική χωρητικότητα; ονομαστική χωρητικότητα καμίνου |
nat.sc. | ονομαστική ικανότητα |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
Ello | |
med. | αυτό; εκείνο |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
capacidad nominal de la instalación de : 1 phrase in 1 subject |
Waste management | 1 |