DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
capacidad f
chem., met. χωρητικότητα σε αέριο
comp., MS χωρητικότητα
earth.sc. εμβαδόν; περιεκτικότης; χωρητικότης; χώρησις; όγκος
el. ηλεκτρική χωρητικότητα; διαβαθμισμένη χωρητικότητα στοιχείου ή συστοιχίας
forestr. απόδοση; επάρκεια
IT, tech. χωρητικότητα μνήμης
IT, transp. ικανότητα
law εξουσιοδότηση
med. ικανότης
transp. μεταφορική ικανότητα; παροχή κορεσμού; δυναμικότητα
capacidades f
IT λογικές δυνατότητες της FORTRAN IV
Capacidad f
comp., MS Δυνατότητα
 Spanish thesaurus
capacidad f
el. C
law Persona con la capacidad de actuar bajo su propia voluntad
capacidad de resistencia
: 1 phrase in 1 subject
Banking1