DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
campos m
forestr. βουνό; οροπέδιο
campo v
commun. πλαίσιο
construct. φάτνωμα
el. ένταση πεδίου; ισχύς πεδίου
environ. πεδίο; αγρός; περιοχή ορυχείου; ύπαιθρος; περιοχή ορυχείου πετρελαιοπηγής
IT ιδιοχαρακτηριστικό; πεδίο υπολογιστή
life.sc., agric. Σταθμός δασικής μετεωρολογίας
tech. ζώνη; περιοχή
campo medio transmitido a
: 1 phrase in 1 subject
Electronics1