calce | |
chem. | κινητή πλάκα καλουπιού |
calzado | |
construct. | λιθοποίησις; λιθορριπή προστασίας; ογκώδης λιθοποιία |
calzar | |
commun. met. | επιχώνω |
calzo | |
construct. | σφήνα; σφήνα στοιχείου αγκυρώσεως προεντάσεως; ζεύγος σφηνών για σταδιακή αφαψίδωση; υπερέκταμα |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
retención | |
econ. | παρακράτηση στην πηγή |
calzo de : 2 phrases in 2 subjects |
General | 1 |
Textile industry | 1 |