DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
cabecero adj.
industr., construct. τάκος πρεσσαρίσματος,παλέτα πρεσσαρίσματος
transp. ακραία δοκός; δοκός στερέωσης προσκρουστήρων; μετωπική δοκός
cabecera adj.
commun. κεφαλικό άκρο
commun., el. κεφαλή
IT κεφαλίδα
life.sc. άνω ρους ποταμού
cabeceras adj.
agric. ακραίοι πάσσαλοι; ακραίοι στύλοι; κεφαλάρια
cabecero
: 28 phrases in 8 subjects
Agriculture2
Communications8
Electronics2
Health care1
Industry2
Information technology10
Natural sciences2
Transport1