DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | adjective | to phrases
caída f
gen. πτώση; κατακρήμνησις; υετός
agric. κλίση από την κατακόρυφο
forestr. τυχαία πτώση
caído adj.
industr., construct., met. βούλιαγμα υαλικού; ρούφηγμα
caída de presión
: 5 phrases in 2 subjects
Mechanic engineering3
Medical2