DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
brote m
forestr. οφθαλμός (φυτού); βλαστός
brote v
agric. παραφυάς
earth.sc., agric. χλωροί κλάδοι; χλωρό κλαδί; χλωρός βλαστός
environ., agric. βλάστηση
health., anim.husb. εμφάνιση ασθένειας
life.sc., el. ανάβλυση
nat.sc. βλάστημα
nat.sc., agric. Βλαστός φύτρο
brotar v
agric. κεντρίζω
environ., forestr. Αναβλαστάνω από τη ρίζα
nat.sc. ξεφυτρώνω
nat.sc., life.sc., agric. βλαστάνω; φυτρώνω
brote
: 38 phrases in 10 subjects
Agriculture12
Earth sciences1
Economy1
Environment3
Forestry1
General1
Health care4
Medical4
Natural resourses and wildlife conservation1
Natural sciences10