DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
bote m
transp., nautic. ακάτιο (batillum); βάρκακν. (batillum); πλοίο (batillum)
bote v
chem. βάρκα; λέμβος; σκαφίδιο; σκαφοειδές χωνευτήρι
transp., nautic. πλοιάριο (batillum)
bota v
agric. φλασκί; υνί ενταφιασμού των σπόρων
industr., construct. μπότα
botar v
agric. καθελκύω; ρίχνω στη θάλασσακν.
botas v
gen. μπότες
bote o lata
: 2 phrases in 2 subjects
Agriculture1
Materials science1