DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
bisel m
agric. πλάγια τομή; τομή υπό γωνία; τομή υπό κλίση
comp., MS κορνίζα
industr., construct. πλευροτομία; φάλτσο; λοξή κοπή; λοξότμητον
industr., construct., mech.eng. λοξοτομίαλοξή,πλαγία τομή
industr., construct., met. επεξεργασία άκρων; μπιζουτάρισμα; λοξοτομή; στραβό κόψιμο
transp. φέρων τροχός μηχανών; άρθρωση BISSEL; φορείο BISSEL
Bisel m
industr., construct. δακτύλιος
bisel
: 63 phrases in 6 subjects
Agriculture5
Electronics3
Industry43
Mechanic engineering4
Metallurgy5
Transport3