DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
adjective | noun | to phrases
beneficiario adj.
gen. δικαιούχος,δωρεοδόχος; διάδοχος' ο έλκων δικαίωμα
fin. δικαιούχος; ασφαλειολήπτης
fin., proced.law., econ. δικαιούχος πληρωμής
insur. δικαιούχος παροχής
law, econ. δικαιούχος trust
law, insur. επιδοτούμενος; επιχορηγούμενος; χορηγούμενος
 Spanish thesaurus
beneficiario m
law Alguien que recibe algo de un fideicomiso
beneficiario
: 103 phrases in 13 subjects
Agriculture1
Economy10
Finances47
General3
Immigration and citizenship1
Insurance8
Law19
Marketing1
Microsoft5
Politics1
Social science4
Sociology1
Taxes2