- only individual words found
|
|
agric., industr., construct. |
πλαίσιον |
agric., mech.eng. |
παλινδρομικός καταρράκτης πρίσεως; σύνδεση αρότρου; συγκόλληση |
chem. |
ηλεκτροτυπία |
commun., el. |
κρίωμα |
construct. |
σώμα |
el. |
κιβώτιο πολλών συσσωρευτών; πλαίσιο ηλεκτρονόμων; κιβώτιο ηλεκτρονόμων |
environ., agric. |
τελάρο μεταφοράς φορτίου |
hobby, mech.eng. |
πλαίσιο τεντώματος |
industr., construct. |
σκελετός |
IT, el. |
πλαίσιο |
mater.sc., mech.eng. |
πλαίσιο ενίσχυσης |
mech.eng. |
---- |
met. |
αναρτήρας |
tech., industr., construct. |
καλούπι; μήτρα; μήτρα του πλέγματος |
transp. |
γέφυρα |