DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
base f
commun. θηλυκή πρίζα; κυψέλη; πρίζα; υποδοχή βύσματος; επιφάνεια κάτοψης
el. βάση ασφάλειας; υποδοχή; Βάση
fin. βάση κόστους; φορολογική βάση
forestr. υποστρώματα
industr., construct., chem. Bάση μηχανής; Πέλμα βάσεως
mech.eng. πόδι-υποδοχέας
met. υποστήριγμα
transp., avia. έδρα βάσης
transp., mech.eng. βάση στήριξης; πέλμα στερέωσης
base v
math. βάση
bases v
environ. βάση; αλκαλική ένωση
basa v
construct. πλαξ μεταβιβάσεως φορτίου
base máxima de
: 2 phrases in 1 subject
Insurance2