DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
basamento m
construct. εμβάτης
industr., construct., met. έδραση δοχείου
mech.eng. βάση
transp. υποστήριγμα οπτικού στοιχείου
transp., construct. διευρυμένη βάση σχήματος φυσαλίδας; φυσαλίδα
basamento
: 5 phrases in 4 subjects
Earth sciences2
Life sciences1
Technology1
Transport1