aval | |
bank. fin. | εγγύηση συναλλαγματικής; τριτεγγύηση; λογαριασμός οφειλών εγγυήσεως; οφειλές από τριτεγγυήσεις |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
oferta | |
comp., MS | προσφορά; οικονομική προσφορά |
| |||
εγγύηση συναλλαγματικής; τριτεγγύηση; λογαριασμός οφειλών εγγυήσεως; οφειλές από τριτεγγυήσεις | |||
τριτεγγύηση επιταγή |
aval : 4 phrases in 2 subjects |
Finances | 3 |
General | 1 |