DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
auxiliar m
law, lab.law. αρωγός
auxiliar v
gen. βοηθητικό πλοίο; εφοδιοφόρο πλοίο
commun., nat.sc., agric. ωφέλιμος
econ. βοηθητικός εργαζόμενος
el. εισάγω πρόσμειξη
IT, earth.sc. κυκλωμα οδηγήσεως; οδηγητικό κύκλωμα
law βοηθός
law, lab.law. επίκουρος
med. διασώστης; σώστης
med., pharma. επικουρικός
auxiliares de seguros
: 2 phrases in 2 subjects
Insurance1
Social science1