DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
autoridad f
environ. αρμόδιος φορέας; διοικητικό όργανο; προϊσταμένη αρχή; αρμόδιος φορέας/προϊσταμένη αρχή/διοικητικό όργανο
fin. Αρχή
forestr. αρχές (διοικητικές)
law εξουσία; αρμοδιότητες διοικητικού οργάνου; δημόσια εξουσία; κρατική εξουσία; αρχή; δημόσια υπηρεσία; δημόσια όργανα; ικανότητα έκδοσης διοικητικών πράξεων
autoridades
: 404 phrases in 39 subjects
Banking2
Chemistry3
Coal1
Commerce5
Communications12
Construction3
Criminal law2
Customs1
Economy9
Education1
Electronics1
Energy industry1
Environment18
Finances44
General73
Government, administration and public services2
Health care12
Hobbies and pastimes1
Immigration and citizenship3
Information technology13
Insurance6
Labor law2
Law111
Life sciences1
Marketing2
Medical2
Microsoft4
Natural sciences1
Obsolete / dated1
Pharmacy and pharmacology3
Politics8
Procedural law3
Religion1
Social science4
Statistics2
Taxes1
Technology2
Transport36
United Nations7