autoridad | |
environ. | αρμόδιος φορέας; διοικητικό όργανο; προϊσταμένη αρχή |
law | αρμοδιότητες διοικητικού οργάνου; δημόσια εξουσία; κρατική εξουσία; αρχή; δημόσια υπηρεσία; δημόσια όργανα |
para | |
med. | προς |
a | |
comp., MS | μέσος |
Ello | |
med. | αυτό |
autoridad facultada para proceder a la : 2 phrases in 2 subjects |
General | 1 |
Government, administration and public services | 1 |