autoridad | |
environ. | αρμόδιος φορέας; διοικητικό όργανο; προϊσταμένη αρχή |
law | αρμοδιότητες διοικητικού οργάνου; δημόσια εξουσία; κρατική εξουσία; αρχή; δημόσια υπηρεσία; δημόσια όργανα |
encargado | |
gen. | υπεύθυνο άτομο |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
Ello | |
med. | αυτό |
delitos | |
environ. | έγκλημα |
autoridad encargada de la : 5 phrases in 4 subjects |
General | 1 |
Immigration and citizenship | 1 |
Law | 2 |
Marketing | 1 |