DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
autoridad competente
 autoridad competente
gen. αρμόδιος οργανισμός; αρμόδια υπηρεσία
health. pharma. αρμόδιες αρχές
IT dat.proc. αρμόδια αρχή
| para
 para
med. προς
 parar
transp. εξελέγχω; ελέγχω
 paro
econ. ανεργία
law gen. παύση
| autorizar
 autorizar
comp., MS εξουσιοδοτώ
el | matrimonio
 matrimonio
econ. γάμος
- only individual words found

to phrases
autoridad competente
gen. αρμόδιος οργανισμός; αρμόδια υπηρεσία
health., pharma. αρμόδιες αρχές
IT, dat.proc. αρμόδια αρχή
law, commun. νομίμως εξουσιοδοτημένη αρχή
autoridad competente para autorizar
: 2 phrases in 1 subject
Procedural law2