DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
autoridad f
environ. αρμόδιος φορέας; διοικητικό όργανο; προϊσταμένη αρχή; αρμόδιος φορέας/προϊσταμένη αρχή/διοικητικό όργανο
fin. Αρχή
forestr. αρχές (διοικητικές)
law εξουσία; αρμοδιότητες διοικητικού οργάνου; δημόσια εξουσία; κρατική εξουσία; αρχή; δημόσια υπηρεσία; δημόσια όργανα; ικανότητα έκδοσης διοικητικών πράξεων
autoridad
: 324 phrases in 38 subjects
Banking2
Chemistry2
Coal1
Commerce3
Communications12
Construction3
Criminal law1
Customs1
Economy4
Education1
Electronics1
Energy industry1
Environment16
Finances33
General54
Government, administration and public services2
Health care7
Hobbies and pastimes1
Immigration and citizenship3
Information technology12
Insurance6
Labor law2
Law90
Life sciences1
Marketing2
Medical2
Microsoft4
Natural sciences1
Obsolete / dated1
Pharmacy and pharmacology2
Politics4
Procedural law3
Religion1
Social science4
Statistics2
Technology2
Transport32
United Nations5