auditor | |
account. | νόμιμος ελεγκτής; οικονομικός ελεγκτής |
commun. | ακροατής |
gov. | δημοσιονομικός ελεγκτής |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
códigos | |
environ. | κώδικας; κωδικός |
| |||
νόμιμος ελεγκτής; οικονομικός ελεγκτής | |||
ακροατής m | |||
δημοσιονομικός ελεγκτής | |||
ελεγκτής m; ορκωτός λογιστής; πραγματογνώμονας λογιστής; οικονομικός επιθεωρητής |
auditor de : 4 phrases in 4 subjects |
Economics | 1 |
Finances | 1 |
Marketing | 1 |
Transport | 1 |