DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
atraque m
transp., nautic. θέση αγκυροβολίας; θέση πλεύρισης
atraque v
transp. πλεύρισμα
transp., nautic. θέση προσδέσεως
atracar v
agric. αράζωκν.; ορμίζω; παραβάλλω; προσορμίζω
transp. βλέπω ξηρά
transp., mater.sc. διπλαρώνω; πλευρίζω
atraque
: 11 phrases in 1 subject
Transport11