ataguía | |
construct. | σταθερό πέτασμα από πασσαλοσανίδες; δοκοί έμφραξης; τείχος του φράγματος; χώρισμα του φράγματος |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
doblado | |
earth.sc. met. | δίπλωμα; κάμψη |
industr. construct. | αναδίπλωση |
industr. construct. met. | λεπτή επικάλυψη γυαλιού |
pared | |
industr. construct. met. | τοίχος φράξης ανοιγμάτων |
| |||
σταθερό πέτασμα από πασσαλοσανίδες; δοκοί έμφραξης; τείχος του φράγματος; χώρισμα του φράγματος | |||
| |||
πρόχειρες δοκοί ανύψωσης στέψης εκχειλιστή |
ataguía de : 8 phrases in 3 subjects |
Construction | 4 |
Mechanic engineering | 2 |
Transport | 2 |