DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
astillar m
forestr. θρυμματισμός
astilla v
forestr., energ.ind., construct. ροκανίδι; τεμαχίδιο ξύλου; τσιπ; φυλλίδιο ξύλου
industr., construct. ακίδα; πελεκούδι; σχίζα
astillas v
industr., construct. θραύσμα; πριονίδια; ροκανίδια
med. συσσωματώματα ινών
astillado v
agric., industr., construct. θραύσις,ρήξις
industr., construct. αποκοπή τεμαχίων,κοπίδιασμα
industr., construct., chem. θραύσμα
astillar
: 14 phrases in 6 subjects
Forestry1
Industry6
Mechanic engineering1
Metallurgy2
Technology2
Transport2