DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
astilla f
forestr. ξύλο θρυμματισμού
astillas f
forestr. ξυλοτεμαχίδια; θρύμματα ξύλου
astilla v
forestr., energ.ind., construct. ροκανίδι; τεμαχίδιο ξύλου; τσιπ; φυλλίδιο ξύλου
industr., construct. ακίδα; πελεκούδι; σχίζα
astillas v
industr., construct. θραύσμα; πριονίδια; ροκανίδια
med. συσσωματώματα ινών
astillado v
agric., industr., construct. θραύσις,ρήξις
industr., construct. αποκοπή τεμαχίων,κοπίδιασμα
industr., construct., chem. θραύσμα
astilla
: 32 phrases in 7 subjects
Forestry7
Industry15
Mechanic engineering1
Medical2
Metallurgy2
Technology3
Transport2