DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
asintótico la mayorìa de la prueba de gran alcance
math. ασυμπτωτικά περισσότερο ισχυρός έλεγχος
asintótico la mayoría de la prueba de gran alcance
stat. ασυμπτωτικά περισσότερο ισχυρός έλεγχος