DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
asiento adj.
construct. πλαίσιο στηρίξεως
earth.sc., el. ροδάντζα συρματόσχοινου; ψέλλιο; κάλυκας; λυχνολαβή; υποδοχή
industr., construct. έδρανο; βάθρο; υποστήριγμα; φορέας
industr., construct., met. έδρα
mater.sc., construct. κατάρρευση
mech.eng. έδρα της βαλβίδας
transp. κάθισμα
transp., construct. στερεοποίηση; καθίζηση
transp., mech.eng. βάση στήριξης; πέλμα στερέωσης
transp., nautic., fish.farm. διαγωγή
work.fl., commun. λήμμα
asiento de
: 67 phrases in 12 subjects
Agriculture3
Communications1
Construction2
Earth sciences1
Finances2
General2
Health care1
Industry3
Mechanic engineering14
Metallurgy2
Municipal planning2
Transport34