DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
asiento
 asiento
construct. πλαίσιο στηρίξεως
earth.sc. el. ροδάντζα συρματόσχοινου
industr. construct. έδρανο; βάθρο; υποστήριγμα; φορέας
industr. construct. met. έδρα
mater.sc. construct. κατάρρευση
transp. κάθισμα
| colocado
 colocado
social.sc. γινωμένος
| en
 en
IT dat.proc. εν
| la
 Ello
med. αυτό
posición | más
 Más
comp., MS Περισσότερες
| retirada
 retirada
law αποχώρηση
posible
- only individual words found

to phrases
asiento adj.
construct. πλαίσιο στηρίξεως
earth.sc., el. ροδάντζα συρματόσχοινου; ψέλλιο; κάλυκας; λυχνολαβή; υποδοχή
industr., construct. έδρανο; βάθρο; υποστήριγμα; φορέας
industr., construct., met. έδρα
mater.sc., construct. κατάρρευση
mech.eng. έδρα της βαλβίδας
transp. κάθισμα
transp., construct. στερεοποίηση; καθίζηση
transp., mech.eng. βάση στήριξης; πέλμα στερέωσης
transp., nautic., fish.farm. διαγωγή
work.fl., commun. λήμμα
asiento colocado en la
: 1 phrase in 1 subject
Transport1