| |||
Όπλα | |||
| |||
όπλο | |||
| |||
ανάρτηση δικτύουκαθ.; κρέμασμα διχτυού | |||
ζώο με κέρατο; κερασφόρο ζώο | |||
κερατάς (Peristedion cataphractum (Linnaeus)); κερατόψαρο (Peristedion cataphractum (Linnaeus)) | |||
| |||
μικτή αυτοανάδρομος-κινώντας μέση διαδικασία | |||
| |||
εξαρτίζω; αρματώνω | |||
Spanish thesaurus | |||
| |||
Un instrumento utilizado o diseñado para ser utilizado para amenazar, herir o matar a alguien |
arma : 336 phrases in 30 subjects |