DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
archivos m
law, work.fl. αρχεία
archivo v
gen. αρχείο,φάκελος
econ. αρχείο
IT αρχειοφάκελος; φάκελος; ηλεκτρονικό αρχείο; τήρηση βιβλίων με υπολογιστή
archivar v
comp., MS αρχειοθήκη
archivo con registros
: 2 phrases in 1 subject
Information technology2