apresto | |
industr. chem. | παρασκεύασμα διακόσμησης |
industr. construct. | φινίρισμα υφάσματος; κολλάρισμα; φινίρισμα ραφής; φινίρισμα; φινίρω |
industr. construct. chem. | προκαταρκτικόν επίχρισμα συγκολλήσεως |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
aprestado de tejidos : 2 phrases in 1 subject |
Industry | 2 |