DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
antiespasmódico adj.
health. αντισπασμωδικό; αντισπαστικό; σπασμολυτικά
antiespasmodicos adj.
med. σπασμολυτικά
antiespasmódicos adj.
med. αντισπασμωδικά φάρμακα