DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
anticipos m
fin. πάγιες προκαταβολές
anticipo v
fin. προκαταβολή
fin., account. καταβληθείσα προκαταβολή
market. δάνειο; πίστωση δανείου; προκαταβολή ναύλου
anticipar v
law, lab.law. εργάζομαι εκ των προτέρων
anticipo sobre
: 11 phrases in 4 subjects
Finances8
Insurance1
Law1
Social science1