amplificador | |
astronaut. transp. | Ενισχυτής |
a | |
comp., MS | μέσος |
tampón | |
chem. | ρυθμιστικό διάλυμα |
commun. construct. | ελάχιστη απόσταση φρεναρίσματος |
de salida | |
med. | ...εξαγωγής |
| |||
Ενισχυτής | |||
ενισχυτής; διάταξη ενίσχυσης; βαρηκοϊκός ενισχυτής |
amplificador a tampón : 1 phrase in 1 subject |
Information technology | 1 |