DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
alveolo v
agric. κελλί
environ. οδοντικό φατνίο; πνευμονική κυψελίδα; οδοντικό φατνίο/πνευμονική κυψελίδα
industr., construct., met. έλασμα αποκλίσεως
transp. κυψελοειδής; κυψελωτός
alvéolo v
agric. εγκοπή; κυψέλη; κυψελίδα; υποδοχή σπόρου
transp. κυψελωτός
alveolar v
mater.sc. κυψελωτός; κυψελοειδής
alveolado v
mater.sc. κυψελοειδής; κυψελωτός
alveolares
: 59 phrases in 12 subjects
Agriculture7
Chemistry2
Coal1
Earth sciences2
Environment1
General1
Industry6
Materials science13
Mechanic engineering1
Medical22
Natural sciences1
Transport2