DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
alimento
 alimentar
el. τροφοδοτώ
IT τροφοδότηση
 alimentos
environ. τροφή; τρόφιμα; τροφή/τρόφιμα
| para
 para
med. προς
 parar
transp. εξελέγχω
 paro
econ. ανεργία
| acabar
 acabar
forestr. φινίρισμα
el | engorde
 engorde
econ. πάχυνση
- only individual words found

noun | verb | to phrases
alimentos m
environ. τροφή; τρόφιμα f; τροφή/τρόφιμα
proced.law. διατροφή (alimenta); διατροφή από το νόμο (alimenta)
alimentar v
el. τροφοδοτώ
IT τροφοδότηση
alimento para acabar
: 1 phrase in 1 subject
Agriculture1