DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
alimento
 alimentar
el. τροφοδοτώ
IT τροφοδότηση
 alimentos
environ. τροφή; τρόφιμα; τροφή/τρόφιμα
| destinado
 destino
comp., MS προορισμός
| a
 a
comp., MS μέσος
| una
 unir
comp., MS συρράπτω
alimentación especial | para
 para
med. προς
| usos
 uso
social.sc. έθιμο
médicos especiales
- only individual words found

noun | verb | to phrases
alimentos m
environ. τροφή; τρόφιμα; τροφή/τρόφιμα
proced.law. διατροφή (alimenta); διατροφή από το νόμο (alimenta)
alimentar v
el. τροφοδοτώ
IT τροφοδότηση
alimento destinado a una
: 2 phrases in 1 subject
Health care2