remolque | |
forestr. | πλατφόρμα φόρτωσης μεγάλων μηχανημάτων; ρυμουλκώ; βαγόνι; ανατρεπόμενο όχημα |
hobby transp. | ρυμούλκηση αλεξίπτωτου |
mater.sc. | άμαξα μεταφοράς σωλήνων; ρυμούλκα |
transp. | ρυμούρκιο; ρυμουλκούμενο; σχοινί ρυμούλκησης |
descargador | |
earth.sc. | σπινθηριστής |