alargamiento | |
astronaut. transp. | Διάταμα |
industr. construct. | επιμήκυνση |
mech.eng. | επιμήκυνση συρματόσχοινου |
transp. | σχέση μήκους/πλάτους στρώματος; αεροδυναμική λεπτότητα |
por unidad | |
fin. | ανά τεμάχιο |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
longitud | |
environ. | γεωγραφικό μήκος; γεωγραφικό μήκος γεωγραφικό μήκος |
alargamiento por unidad : 2 phrases in 1 subject |
Earth sciences | 2 |