DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
aislante
 aislante
earth.sc. mater.sc. δισθερμαγωγό υλικό; θερμομονωτικό υλικό
earth.sc. mech.eng. φίλτρο κραδασμών
econ. μονωτικό
| tipo
 Tipo
comp., MS Τύπος
 tipo
med. δείγμα; πρότυπο
colchón | flexible
 flexible
econ. met. εύκαμπτος
- only individual words found

to phrases
aislante m
earth.sc., mater.sc. δισθερμαγωγό υλικό; θερμομονωτικό υλικό
earth.sc., mech.eng. φίλτρο κραδασμών
econ. μονωτικό
el. μονωτικό υλικό; μονωτής; μονωτήρας
aislante tipo
: 4 phrases in 2 subjects
Industry1
Mechanic engineering3