DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
adhesivo adj.
gen. συγκολλητικός
agric. προσκολλητικό
agric., chem. προσκολλητική ουσία
earth.sc., chem. προσκολλητικόν μέσον
econ. συγκολλητικό
environ. κολλητική ουσία; αυτοκόλλητο
health. συγκόλληση
industr., chem. συγκολλητική ύλη
med. επαυξημένος
Adhesivo adj.
gen. Συγκολλητικό ιστών
adhesivo de
: 12 phrases in 6 subjects
Chemistry2
Communications2
Information technology2
Materials science3
Metallurgy2
Transport1