DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

adjective | noun | to phrases
activo adj.
comp., MS περιουσιακό στοιχείο, πάγιο; ενεργός
econ. ενεργητικόνουσ.
econ., IT ενεργοποιημένος
fin. έσοδα; ενεργητική διαχείριση
health. ενεργητικός
insur. ενεργητικό
nucl.pow. ραδιενεργός
proced.law., econ., fin. περιουσιακό στοιχείο; στοιχείο ενεργητικού; στοιχείο του ενεργητικού
activos adj.
account. στοιχεία του ενεργητικού/περιουσιακά στοιχεία
 Spanish thesaurus
activo n
commun. N10; U10
activos del
: 85 phrases in 19 subjects
Accounting12
Business4
Chemistry4
Coal1
Customs3
Economics16
Electronics1
Environment2
Finances20
General2
Government, administration and public services1
Information technology1
Law2
Marketing6
Mechanic engineering1
Medical1
Metallurgy1
Procedural law3
Social science4