acción | |
comp., MS | μετοχή |
IT | δεξιό τμήμα; επόμενος; τμήμα δράσης |
IT dat.proc. | δράση αρχειοφυλακίου |
med. | ενέργεια; ενεργητικότητα |
permanente | |
gen. | διαρκής; μόνιμος |
| |||
μετοχή | |||
δεξιό τμήμα; επόμενος; τμήμα δράσης | |||
δράση αρχειοφυλακίου | |||
ενέργεια; ενεργητικότητα | |||
δράση |
acción que : 1 phrase in 1 subject |
General | 1 |