acción | |
comp., MS | μετοχή |
IT | δεξιό τμήμα; επόμενος; τμήμα δράσης |
IT dat.proc. | δράση αρχειοφυλακίου |
med. | ενέργεια; ενεργητικότητα |
Independiente | |
gen. | Ανεξάρτητος |
| |||
μετοχή | |||
δεξιό τμήμα; επόμενος; τμήμα δράσης | |||
δράση αρχειοφυλακίου | |||
ενέργεια m; ενεργητικότητα f | |||
δράση |
acción : 630 phrases in 47 subjects |