DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
acceso directo
 acceso directo
comp., MS άμεση πρόσβαση; συντόμευση
| a
 a
comp., MS μέσος
| enlaces
 enlace
comp., MS άγγιστρο
math. σύνδεσμος
mech.eng. άρμωση; μοντάρισμα
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| la
 Ello
med. αυτό
extensión
- only individual words found

to phrases
acceso directo
comp., MS άμεση πρόσβαση; συντόμευση
IT στιγμιαία πρόσβαση; τυχαία πρόσβαση; άμεση προσπέλαση
acceso directo a enlaces de la
: 1 phrase in 1 subject
Communications1