DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
abono m
commun., IT συνδρομή
econ. λίπασμα
mater.sc., el. συμβόλαιο παροχής ηλεκτρικού ρεύματος; σύμβαση παροχής ηλεκτρικού ρεύματος
med., health., anim.husb. κοπριά
transp. διαδικασία συνδρομητών; εισιτήριο ορισμένης χρονικής ισχύος; εισιτήριο πολλαπλών διαδρομών.Κάρτα πολλαπλών διαδρομών; κάρτα εισιτηρίων; πάσο ορισμένης χρονικής ισχύος
abonar v
fin. εμβάζω
patents. καταβάλλω
abono
: 190 phrases in 13 subjects
Agriculture100
Chemistry1
Communications8
Economy3
Environment17
Finances15
Industry1
Insurance3
Law4
Life sciences1
Natural sciences4
Politics1
Transport32