vigilancia | |
gen. | συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση |
bank. fin. | εποπτεία |
commer. polit. | επίβλεψη |
environ. | παρακολούθηση; έλεγχος; επιτήρηση; επαγρύπνηση; παρακολούθηση/έλεγχος; Επιτήρηση |
consumo | |
comp., MS | ανάλωση |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
antibiótico | |
econ. | αντιβιοτικά |
Vigilancia Europea del Consumo : 4 phrases in 3 subjects |
Health care | 2 |
Information technology | 1 |
Obsolete / dated | 1 |