DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
Tratado
 Tratado
fin. Συνθήκη
 Tratados
law Συνθήκες
 tratado
ed. gen. πραγματεία
environ. συνθήκη
industr. construct. met. επικαλυμμένο; κατεργασμένο
 tratar
commun. IT construct. διεκπεραιώνω
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
amistad | comercio
 comercio
environ. εμπόριο
y navigación
- only individual words found

noun | verb | to phrases
tratado m
industr., construct., met. επικαλυμμένο
Tratados m
law Συνθήκες
tratado v
ed. πραγματεία (tractatus)
environ. συνθήκη
industr., construct., met. κατεργασμένο
tratar v
commun., IT, construct. διεκπεραιώνω
med. υποβάλλω σε επεξεργασία; επεξεργάζομαι
Tratado v
fin. Συνθήκη
Tratado de amistad, comercio y
: 1 phrase in 1 subject
Finances1