ley | |
account. | καθαρότητα |
econ. | νόμος |
environ. | δίκαιο; ατομικές διοικητικές πράξεις; δίκαιο δίκαιο |
met. | τίτλος |
sobre | |
comp., MS | πληροφορίες; φάκελος |
seguro público | |
econ. | δημόσια ασφάλιση |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
enfermedad | |
econ. | ασθένεια |
| |||
καθαρότητα | |||
νόμος | |||
τίτλος | |||
ευρωπαϊκός νόμος | |||
| |||
δίκαιο (σύνολο κανόνων δικαίου); δίκαιο σύνολο κανόνων δικαίου δίκαιο σύνολο κανόνων δικαίου | |||
| |||
ατομικές διοικητικές πράξεις | |||
Spanish thesaurus | |||
| |||
Combinación de reglas y principios de conducta desarollada por la autoridad legislativa, derivada de las decisiones de tribunales, y establecida por la costumbre local |
Ley sobre el seguro : 1 phrase in 1 subject |
Law | 1 |